- τευχήρης
- τευχ-ήρης, ες,A armed, Orph.A.527.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τευχήρης — ῆρες, Α ένοπλος, οπλισμένος, εξοπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος + ήρης* (Ι), πρβλ. χαλκ ήρης] … Dictionary of Greek
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek